Η Μεγάλη Χίμαιρα, του Μ. Καραγάτση (σκηνοθεσία Δημήτρης Τάρλοου)
Η αλήθεια είναι ότι δεν πρέπει να μετρήσω αυτή την παράσταση ως κανονική θεατρική εμπειρία, γιατί την είδα online, τις μέρες της καραντίνας -- το θέατρο, όμως, είναι κάτι παραπάνω από απλή παρακολούθηση μιας ιστορίας. Καθώς πρόκειται για ζωντανό θέαμα, είναι μια εμπειρία που επηρεάζεται άμεσα από την ενέργεια τόσο των ηθοποιών όσο και των θεατών, σε μια μυστική αλληλεπίδραση που δεν τη βλέπεις, αλλά τη νιώθεις να αιωρείται στην ατμόσφαιρα της σκοτεινής αίθουσας.
Όμως, δε φταίει μόνο η έλλειψη αυτής της αλληλεπίδρασης που τελικά δε μου άρεσε η παράσταση. Ήταν ένας συνδυασμός παραγόντων που είχαν ως αποτέλεσμα, σχεδόν 2,5 εξουθενωτικές ώρες μετά, να αναρωτιέμαι τι ήταν ακριβώς αυτό που έκανε την παράσταση τόσο μεγάλη επιτυχία στην εποχή της. Το θέμα της, πρώτα απ' όλα, φαντάζομαι: το πώς μια "ξένη", λάτρις της Ελλάδας προσπαθεί (ανεπιτυχώς) να ενταχτεί σε μια κοινωνία που δεν τη "σηκώνει", μόνο και μόνο για να καεί από ένα άγριο πάθος, παρασύροντας μαζί της στον όλεθρο και τους γύρω της, αθώους και μη. Ως περιγραφή όντως ακούγεται ενδιαφέρον, ως εκτέλεση, όμως, προσωπικά το βρήκα μάλλον υπερβολικό -- πιο πολύ μου θύμισε ελληνικό μελόδραμα του '60 παρά αρχαία τραγωδία.
Προβληματικά και αρκετά κουραστικά, είναι η αλήθεια, βρήκα και πολλά από τα διαλογικά μέρη μεταξύ της πρωταγωνίστριας Μαρίνας και του κουνιάδου της Μηνά όταν διασταυρώνουν τα πνευματικά τους ξίφη, κάνοντας σχεδόν επίδειξη των γνώσεών τους πάνω στην ελληνική γραμματεία και τη φιλοσοφία. Σ' εκείνες τις σκηνές ένιωθα σαν να παρακολουθούσα μια ξερή από έδρας παράδοση μαθήματος, που δε με αφορούσε, που με απέκλειε. Τα περισπούδαστα λογύδριά τους μπορεί να αντικατόπτριζαν τις πνευματικές συζητήσεις στα αστικά σαλόνια της εποχής, αλλά δεν αποδώθηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι σχετικά ή ενδιαφέροντα για το θεατή του σήμερα, ο οποίος μάλλον θα νιώσει σαν τον σύζυγο Γιάννη, που απλοϊκά υπονοείται ότι δεν είναι αρκετά καλλιεργημένος ώστε να μπορεί να συμμετάσχει στη συζήτηση.
Ένα άλλο στοιχείο της παράστασης που με ενόχλησε είναι η χρήση βίντεο, ένα σκηνοθετικό τρικ που χρησιμοποιείται κατά κόρον στο ελληνικό θέατρο. Εκτός του ότι δεν είδα να ικανοποιεί κάποια ιδιαίτερη δραματουργική ανάγκη (πέραν του να μειώσει τα έξοδα της παράστασης, ειδικά για τη σκηνή του χορού), θεωρώ ότι δεν ταίριαξε και με το κλίμα της παράστασης, δεδομένου ότι πρόκειται για ένα έργο εποχής. Βέβαια, προσωπικά, η χρήση βίντεο στο θέατρο γενικά δε με ενθουσιάζει, γιατί μου καταστρέφει τη συνθήκη της ζωντανής αλληλεπίδρασης με τον ηθοποιό, που ανέφερα νωρίτερα, και μου δίνει την αίσθηση ότι ο σκηνοθέτης προσπαθεί υπερβολικά να παραδώσει μια παράσταση μοντέρνα και προχωρημένη, ώστε να μην κατηγορηθεί για ακαδημαϊκότητα και έλλειψη έμπνευσης.
Από πλευράς ερμηνειών, μου άρεσε πολύ η αυστηρότητα της Σοφίας Σεϊρλή στο ρόλο της Ρεϊζαινας και βρήκα ανατριχιαστική τη σκηνή του ιδιότυπου μοιρολογιού της Αννεζιώς. Η Αλεξάνδρα Αϊδίνη κατά καιρούς μου φαινόταν στομφώδης και υπερβολική, αλλά ίσως η ερμηνεία της να είχε μεγαλύτερη νόημα όταν ο θεατής την παρακολουθεί ζωντανά στο σανίδι και όχι σε μαγνητοσκόπηση. Στη δεύτερη περίπτωση, που προσομοιάζει με το σινεμά, οι ερμηνευτικές επιλογές "γράφουν" διαφορετικά.
Εν κατακλείδι, η εμπειρία μου από το online θέατρο δεν ήταν ιδιαίτερα θετική. Η μαυρίλα της συγκεκριμένης ιστορίας δεν ήταν και η καλύτερη επιλογή για τις περίεργες μέρες της καραντίνας, αλλά αυτή ήταν η λιγότερη σημαντική από τις ενστάσεις μου για μια παράσταση που εκθειάστηκε πάρα πολύ στην εποχή της, αλλά εγώ προσωπικά δε θα τη μνημονεύω ως μια εμπειρία που με εμπλούτισε πνευματικά.