Σεζόν 2.
Ο Φιλ κάνει ποδαρικό με τη Βενετία, όπου μασουλάει ιταλικά «τάπας», παγωτά, γκουρμέ ψαρικά και τηγανητή χοιρινή μπριζόλα, συζητώντας με τους (πολλούς!) ντόπιους φίλους του το πρόβλημα της τουριστικοποίησης και πώς αυτό έχει κάνει τη Βενετία να μη μοιάζει με πόλη που κατοικείται από αληθινούς ανθρώπους, αλλά με ευρωπαϊκή Ντίσνεϊλαντ. Επειδή, όμως, η αλήθεια να λέγεται, γαστρονομικά η Βενετία δεν έχει και τίποτα συναρπαστικό να επιδείξει, πετάγεται και στη διπλανή Μόντενα, όπου κάνει γευσιγνωσία σε παρμεζάνα και πλούσιο, κρεμώδες, παλαιωμένο βαλσαμικό ξύδι (12ετίας και 25ετίας!) και γουρουνιάζει με την τοπική σπεσιαλιτέ gnocco fritto (τηγανητά κομμάτια ζύμης με λαρδί, που συνοδεύονται με αλλαντικά). Στο τέλος, γνωρίζει τον-πιο-Ιταλό-δε-γίνεται σεφ Massimo Botura και ζει την εμπειρία να φάει στην κουζίνα του τριάστερου εστιατορίου του Osteria Francescana, όπου δοκιμάζει, μεταξύ άλλων, τραγανά φύλλα μυδιού και εδώδιμο χαρτί, φτιαγμένο από θαλασσινό νερό. Ζηλεύω. Τρελά, όμως. (Εκτός από τα κεφτεδάκια από περιστέρι. Μπλιαχ.)
Στο Δουβλίνο περισσότερο ενδιαφέρον είχαν οι άνθρωποι που γνώρισε, παρά τα ίδια τα φαγητά, που δεν μπορώ να πω ότι είχαν κάποιο ξεκάθαρο χαρακτήρα, ενδεικτικό της χώρας. ΟΚ, ένα χαρούμενο μαγαζί με vegan επιλογές, μπίρα Γκίνες (και μερικές ακόμα σε μια παραδοσιακή παμπ), λίγα θαλασσινά, ένα γιαπωνέζικο εστιατόριο (!)... Τίποτα πραγματικά αξιομνημόνευτο, εκτός ίσως από ένα παγωτατζίδικο με γεύσεις όπως ψωμί ολικής, μπλε τυρί από τη Β. Ιρλανδία και τζιν. Επειδή μια ζωή την έχουμε, αυτά θα τα δοκίμαζα.
Στο Μπουένος Άιρες, όπως όλοι θα περιμένατε, του δίνει και καταλαβαίνει στο κρέας: η εκπομπή ξεκινάει με t-bone, skirt steak, ribeye και γλυκάδια (μπλιαχ!) και τελειώνει με ένα παραδοσιακό asado, δηλαδή Αργεντίνικο μπάρμπεκιου, με *ακόμα* περισσότερο κρέας. Στο ενδιάμεσο, ο Φιλ δοκιμάζει κοτόπουλο Νέας Ορλεάνης (τώρα, γιατί να πάει σε μαγαζί με αμερικάνικο φαγητό στο Μπουένος Άιρες μη με ρωτάτε), λίγο ιταλικό, μια πίτσα που στενάζει κάτω από τόνους τυριού (εδώ το αξιοθέατο είναι οι άθλιες χαρτοπετσέτες, βέβαια), εβραϊκές σπεσιαλιτέ, λίγο βίγκαν για να καθαρίσει η παλέτα και μερικά ακόμα παραδοσιακά αργεντίνικα πιάτα, όπως το choripan (σάντουιτς με τσορίθο και αγριογούρουνο), empanadas και γλυκά με dulce de leche. Από τα επεισόδια με *πραγματικά* πολύ φαϊ.
Στην Κοπεγχάγη, τα πράγματα γίνονται λίγο περίεργα. ΟΚ, έχει απλά, τίμια μπέργκερ σε ένα μαγαζάκι μια σταλιά. Έχει τάκος, με ντόπιες γεμίσεις, 7 διαφορετικά χοτ ντογκ (το ένα με κατσικίσιο λουκάνικο) και φαλάφελ στη sui generis χίπικη Κριστιάνια (στην οποία, από προσωπική εμπειρία μιλώντας, το βασικό πράγμα που μπορείς να μυρίσεις είναι μπάφους παντού). Μετά, όμως, έχουμε σούπερ ξεκούδουνα κοκτέιλ με αβοκάντο και τραγανές ακρίδες, μπανάνα σπλιτ με σαντιγί αρωματισμένη με έκκριμα από αδένες κάστορα (ναι, αυτό που διαβάσατε) και σοκολατένιο σιρόπι από φύκια κι όλα αυτά είναι τόσο εξεζητημένα, που πραγματικά αναρωτιέμαι αν εξυπηρετούν κάποιον ουσιαστικό σκοπό ή είναι απλώς εκνευριστικά χιπστερίστικα και «δείτε-τι-γαμάτα-πράγματα-μπορώ-να-κάνω». Προσωπικά, κλίνω εμφανώς προς το δεύτερο. Στη συνέχεια, πιστοί στο πνεύμα της σκανδιναβικής γαστρονομίας, ο Φιλ τρώει χορτάρια και ωμά λουλούδια, βάζει έναν Αμερικάνο σεφ να φτιάξει τηγανητό κοτόπουλο για τα γενέθλια του γιου του (πόσο Αμερικανιά, δηλαδή έλεος) και, επειδή δεν πέτυχε ανοιχτό το Noma, τρώει στο πιο κάζουαλ εστιατόριο που άνοιξε στη θέση του (στο οποίο συνεργάστηκε και ο René Redzepi του Noma): δανέζικα κεφτεδάκια και ψητό μπακαλιάρο γλασαρισμένο με μπέικον 14 φορές. Μερακλίδικο. Το επεισόδιο κλείνει με πικ νικ στο πάρκο με τα χαρακτηριστικά δανέζικα smοrrebrοd, τα ανοιχτά σάντουιτς, δηλαδή, με διάφορες γεμίσεις.
Το Κέιπ Τάουν εμένα προσωπικά δε με έχει πείσει ως γαστρονομικός προορισμός και αυτό το επεισόδιο δεν κατάφερε να μου αλλάξει γνώμη. Δεν είχε και πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, η αλήθεια είναι: ψητά κρεατικά σε μια λαϊκή ψησταριά και πιο γκουρμέ (στρουθοκάμηλος, αντιλόπες kudu, oryx και impala) σε ακριβό ιταλικό (!) εστιατόριο, το αντίστοιχο τοπικό fish and chips (που οπτικά δεν έδειχνε καθόλου, μα καθόλου ορεκτικό), λίγος καφές, λίγη σοκολάτα, ένα απλό πρωινό με τον εγγονό του Νέλσον Μαντέλα και ένα ντόπιο «βρώμικο» σάντουιτς, που θα μπορούσες να φας κυριολεκτικά σε οποιαδήποτε πόλη του κόσμου. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον είχε το The Test Kitchen, που συγκαταλέγεται στα 50 καλύτερα εστιατόρια του κόσμου, αν και η κουζίνα του εμένα δε με συγκίνησε (πολύ διεθνής και δε μου έδωσε την αίσθηση ότι είχε κάποιον ιδιαίτερο χαρακτήρα), η βόλτα σε μια φάρμα/οινοποιείο/εστιατόριο, όπου ο Φιλ δοκιμάζει βότανα και λουλούδια, και, κυρίως, το οικογενειακό γεύμα με μια οικογένεια μουσουλμάνων με καταγωγή από τη Μαλαισία: τα πιάτα τους ήταν απλά, σπιτικά, αλλά με μαμαδίστικη φροντίδα. Ιδίως αυτούς τους λουκουμάδες-κοτσιδούλες Koeksisters (ή cook sisters) με χαρά θα τους δοκίμαζα.
Γκραν φινάλε της σεζόν με επιστροφή στην έδρα του, τη Νέα Υόρκη, και φαγητό σχεδόν από όλο τον κόσμο, όπως και οι κάτοικοί της. Έχουμε ένα εβραϊκής προέλευσης egg cream -- κάτι σαν μιλσέικ, χωρίς αυγά, χωρίς κρέμα, χωρίς παγωτό, μόνο με γάλα, σιρόπι και ανθρακούχο νερό. (Η ιστορία αυτού του ροφήματος εξηγεί και την ονομασία του.) Πολλά παγωτά, με γεύσεις όπως ροδάκινο jalapeno, γάλα καρύδας με yuzu, Swedish fish, φαγόπυρο με κουρκουμά και butterscotch, Opium Den και 9 am (Βιετναμέζικος καφές με τρούφα από ντόνατ). Χοτ ντογκς και τρία διαφορετικά μαγαζιά με πίτσα, κάποια άκρως παλιομοδίτικα. Μια καντίνα με νοτιο-ινδική κουζίνα στο υπόγειο ενός ναού αφιερωμένου στον Γκανές, τον θεό-ελέφαντα. Αλλαντικά με τη σέσουλα σε ένα φημισμένο ντελικατέσεν. Φρέσκα στρείδια και ψητό μοσχάρι Καραϊβικής με σως φυστικοβούτυρου. Και πολύ, πολύ κρέας, μπριζόλες και μπέργκερ και κλασικά αμερικάνικα επιδόρπια, όπως παγωτό sundae, cheesecake και πίτα πεκάν με σαντιγί. Γλυκό κλείσιμο με μια βόλτα στο εμβληματικό Σέντραλ Παρκ, όπου ο Φιλ και η γυναίκα του έχουν τοποθετήσει το δικό τους παγκάκι, αφιερωμένο μεταξύ τους.
Θέλω κι εγώ. Όχι παγκάκι συγκεκριμένα, ταξίδια θέλω και τις γεύσεις του κόσμου.