διαπράξει πάρα πολλά εγκλήματα, συμπεριλαμβανομένων όχι ενός, όχι δύο, αλλά ΤΡΙΩΝ φόνων. Δεν είναι αθώα. Δεν είναι μια καλή, στοργική μητέρα. Είναι μια κατεστραμμένη γυναίκα, μια ναρκισσιστική προσωπικότητα, με διαταραγμένη ηθική πυξίδα, που θεωρεί ότι, λόγω των φριχτών νεανικών της χρόνων, ο κόσμος και το σύμπαν της χρωστάνε την τέλεια ζωή.
Η σειρά επαναλαμβάνει ξανά και ξανά ότι όσα έκανε, τα έκανε για τα παιδιά της, αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Τα έκανε, γιατί της ήταν εύκολο. Γιατί
μπορούσε. Και
ήθελε. Κανένας από τους φόνους που διέπραξε δεν ήταν σε καθεστώς αυτοάμυνας. Και, ναι, ο πρώτος ήταν ατύχημα, αλλά κατάφερε να πείσει τον εαυτό της ότι ήταν μια δίκαιη πράξη ("He was a bee"), για να μη χρειαστεί να έρθει αντιμέτωπη με τις ηθικές (και νομικές) επιπτώσεις. Όμως, ο δεύτερος ήταν ξεκάθαρα φόνος εκ προμελέτης, με σκοπό
και το οικονομικό κέρδος. Ήταν ο δεύτερος σύζυγος καλός άνθρωπος; Όχι, ένα σκουπίδι ήταν, που παρενοχλούσε σεξουαλικά την Τζίνι. Αυτό, όμως, δε δικαιολογεί φόνο. Αν η Τζόρτζια πραγματικά το μόνο που ήθελε ήταν να προστατέψει τα παιδιά της, θα τα έπαιρνε και θα έφευγαν. Αλλά όχι. Ήθελε να
κερδίσει κάτι από αυτό. Πίστευε ότι της
άξιζε να κερδίσει κάτι και θα το έπαιρνε με κάθε τρόπο, αφού δεν έχει ηθικά ταμπού για να τη σταματήσουν.
Όσο για τον τρίτο φόνο, προφανώς θεώρησε ότι ήταν μια πράξη ελέους και καλοσύνης, ως ανταπόδοση στη Σίνθια για το μπλοκάρισμα της αίτησης ενοικίασης του Γκιλ. Η ευθανασία, όμως, είναι ένα πολύ σοβαρό ζήτημα, με πολλές νομικές, ιατρικές, ηθικές (και θρησκευτικές, αν κάποιος πιστεύει σ' αυτά) προεκτάσεις και σίγουρα δεν ήταν δική της απόφαση να πάρει. Ήταν μια απόλυτα τερατώδης πράξη, δεδομένου ότι αφενός ο ασφυκτικός θάνατος είναι ιδιαίτερα αγωνιώδης (ποιος μας λέει ότι ο Τομ δε νιώθει τίποτα; ), αφετέρου έχει δια βίου σημαδέψει και τον ανήλικο γιο της, που είδε με τα μάτια του τη μητέρα του να δολοφονεί κάποιον.
Η Τζόρτζια διατείνεται ότι έκανε ό,τι χρειαζόταν για να προστατέψει τα παιδιά της. Το θέμα, όμως, είναι ότι και η ίδια φέρει ένα τεράστιο μερίδιο ευθύνης για όσα τους συνέβησαν. Μπλεκόταν συνεχώς με τους λάθους ανθρώπους (σίγουρα η ψυχολογία μπορεί να εξηγήσει γιατί) και, όταν έβρισκε τα σκούρα, επέλεγε πάντα τη χειρότερη δυνατή λύση. Παρότι θα μπορούσε να είχε δεχθεί τη βοήθεια των γονιών του Ζάιον, που θα είχαν φροντίσει την Τζίνι – κι αυτό, ναι, θα ήταν μητρική θυσία, γιατί θα το έκανε με μόνο γνώμονα το καλό της μικρής – εκείνη επέμενε ότι κανείς δεν μπορεί να φροντίσει τα παιδιά της καλύτερα. Και πού καταλήξαμε; Στην Τζίνι να αυτοτραυματίζεται, να μην έχει κάνει ποτέ φίλους ως τώρα, να κάνει σεξ χωρίς προφύλαξη, να πίνει, να κάνει μπάφους. Και ο Ώστιν, στα 9 του χρόνια, έχει πυροβολήσει τον πατέρα του. Αν αυτό είναι προστασία, τι θα έκανε, αν ήθελε να τα βλάψει; Ποιος θα προστατέψει τα παιδιά της από την ίδια;
Αυτός είναι ο λόγος που πραγματικά ξενέρωσα τρελά όταν η Τζίνι, από εκεί που είχε φρικάρει όταν έμαθε την αλήθεια για τους φόνους, κατέληξε να την υποστηρίζει. (Όχι τυχαία, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο είχα ξενερώσει και όταν η Σκάιλερ ξεκίνησε να συνεργάζεται με τον WW.) Κι από εκεί που αυτοτραυματιζόταν, στο τέλος είναι όλο χαρούλες και αγάπες και ετοιμάζει γάμους, όπου ο γαμπρός, ένας καλός άνθρωπος, πηγαίνει ως πρόβατο επί σφαγή να μπλεχτεί με μια εγκληματία. (Τα λοιπά ψυχολογικά της Τζίνι δεν τα σχολιάζω, μια τυπικά εγωκεντρική έφηβη είναι, που ζει μονίμως ένα δράμα… για τα πάντα. Ομολογώ, όμως, ότι το ζήτημα με τον καθηγητή της και το βιβλίο που της ζήτησε να παρουσιάσει δεν το κατάλαβα. Δεν κατάφερε το σενάριο να με πείσει ότι ήταν ρατσιστής. Συντηρητικός μάλλον, παλιομοδίτης ίσως, ανίκανος να επικοινωνήσει με τη νέα γένια πιθανότατα, αλλά ρατσιστής; Όχι, καθόλου. Στη θέση της Τζίνι, θα άρπαζα την ευκαιρία να παρουσιάσω το αγαπημένο μου βιβλίο και θα έκανα πανικό. Ούτε μα, ούτε μου, ούτε δεύτερες σκέψεις.)
Πολύ σύντομα σχόλια για τους υπόλοιπους χαρακτήρες:
- Ο Τζο είναι γλύκα, αλλά κι ένα κινούμενο κλισέ friendzone. Αξίζει περισσότερα, ελπίζω να πάρει περισσότερα στην τρίτη σεζόν. Η φάση που έπαιξε με τη Σίνθια στην αρχή με ξένισε και μου ξίνισε πολύ, αλλά μετά κατάλαβα ότι ήταν μια προσπάθεια και των δύο να βρουν συντροφικότητα και τρυφερότητα που δεν τους έδινε κανένας άλλος. Και το βρήκα πολύ γλυκό, τελικά. (Σε αντίθεση με την εγωκεντρική Τζόρτζια, φυσικά, που τον φλέρταρε και αυτόν, επειδή γουστάρει να τη γουστάρουν. Επίσης, δε μου άρεσε ο αντι-κλιμακτικός τρόπος που αποκαλύφθηκε ότι τον θυμόταν από τη συνάντησή τους ως παιδιά.)
- Ο Πωλ είναι συμπαθέστατος, αλλά υπερβολικά τέλειος. Ψεγάδι δεν μπορείς να του βρεις! Και είναι και ολίγον βαρετούτσικος, άντρας-βανίλια. Θα τον ήθελα πιο βαρβατίλα, πιο δυναμικό, λίγο λιγότερο… πολιτισμένο.
- Ο Ζάιον είναι ένας κούκλος, έτη φωτός μακριά από την Τζόρτζια σε θέματα καλλιέργειας. Δεν έχω την παραμικρή ιδέα τι σημαίνει ότι είναι «ο πιγκουίνος της», αλλά θέλω να έχει όσο το δυνατόν λιγότερες σχέσεις μαζί της.
- Η παρέα των παιδιών είναι ο εφιάλτης ο ίδιος. Κάπως ο Χάντερ ξεχωρίζει, ως λίγο πιο νορμάλ από τους υπόλοιπους, πιο συγκροτημένος, πιο συναισθηματικά σταθερός. Η Άμπι είναι μακράν η πιο σκοτεινή (όντως είναι λίγο τρομαχτική) και η Μαξίν η πιο εγωκεντρική drama queen (και η μανιέρα της ηθοποιού, το καρτουνίστικο συχνά παίξιμό της, με ενοχλεί πολύ). Ο Μάρκους είναι το καταραμένο, πληγωμένο «κακό παιδί», άλλο κλισέ κι αυτό – αλλά ελπίζω να μάθουμε περισσότερα για την κατάθλιψή του και τον θάνατο του φίλου του στην επόμενη σεζόν.
- Ο πιο φυσιολογικός χαρακτήρας είναι η μητέρα της Μαξίν και του Μάρκους. Γήινη, νευρωτική όσο πρέπει, ήσυχα υποστηρικτική – μαμά-μαμά, όχι μαμά-κολλητή.